- διαμφισβήτηση
- η (AM διαμφισβήτησις, -εως) [διαμφισβητώ]1. διαφιλονίκηση, άρνηση με αμφισβήτηση2. εριστική συζήτηση, φραστικός διαπληκτισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφιλονίκηση — η διαμφισβήτηση, φιλονικία, διεκδίκηση … Dictionary of Greek
Καμπανέλα, Τομάζο — (Tommaso Campanella, Στίλο, Ρέτζιο ντι Καλάμπρια 1568 – Παρίσι 1639). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού φιλοσόφου Τζοβάνι Ντομένικο Καμπανέλα (Giovanni Domenico Campanella). Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών κατατάχθηκε στο τάγμα των δομινικανών μοναχών … Dictionary of Greek